Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Η συνάντηση του Αύγουστου Καίσαρα με τον νεκρό Μέγα Αλέξανδρο

























Από «Τα μυστικά ημερολόγια» του Αύγουστου Καίσαρα
Περγαμηνή αρ. LXXXIX
«Θέλω να ξεκινήσω από την αρχή, από τότε που ο άνθρωπος συνάντησε το είδωλο, όπως λένε και οι Έλληνες, το είδωλο της τυφλής λατρείας. Εμείς οι Ρωμαίοι δανειστήκαμε αυτή τη λέξη, όπως και πολλές άλλες που μας έλειπαν, και πολλοί από εμάς αναζητούν τα είδωλά τους σε αυτούς που μας δάνεισαν αυτή τη λέξη. Δεν αποτελώ εξαίρεση και θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι ο θρυλικός πατέρας μου, Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, τον οποίο αγαπώ, αποτέλεσε είδωλο για μένα στα νεανικά μου χρόνια.
Τα είδωλα δεν τα αγαπάμε, αλλά τα σεβόμαστε και θαυμάζουμε, και εγώ θαύμαζα τον Μεγάλο Μακεδόνα, τον Αλέξανδρο. Αισθανόμουν περισσότερο συγγενής με εκείνον, παρά με τον Γάϊο, όχι εξ αίματος, αλλά στην ψυχή και το χαρακτήρα, και όλες τις καταστάσεις που αντιμετώπισε στη ζωή του.
Ακόμη και σήμερα τρέμω όταν σκέφτομαι ότι τότε που είχα εκλεγεί για πέμπτη φορά ύπατος συνάντησα το μεγάλο μου είδωλο το λείψανο του δηλαδή, βαλσαμωμένο με βότανα σύμφωνα με την τέχνη των Πτολεμαίων, κατά τέτοιο τρόπο που έμοιαζε σαν να κοιμόταν κουρασμένος από τις κατακτήσεις του σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σε αυτόν και μόνο σε αυτόν χρωστάει ο λαός της Αλεξάνδρειας το ότι μετά τη νίκη μου στο Άκτιο δεν κατέστρεψα την πόλη τους, όπως τους άξιζε, που σεβάστηκα το ανάκτορο του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας και δεν το γκρέμισα. Όχι, δεν το έκανα. Ακόμη και αν η εκδίκηση θα σήμαινε δικαιοσύνη, έδειξα πραγματική μεγαλοψυχία για χάρη του Μεγάλου Αλεξάνδρου που είχε ιδρύσει αυτή την πόλη στις δυτικές όχθες του Νείλου, χωρίς διαπραγματεύσεις, αλλά με αποφασιστικότητα, αφού πέταξε το μανδύα του στην άμμο και σχεδίασε με το σπαθί του την περίμετρο, τους δρόμους και τα σπίτια- άλλες εννέα πόλεις φέρουν ήδη το όνομα του. Όταν έφτασα στον τάφο του, που είναι φτιαγμένος από κόκκινο μάρμαρο, έδωσα εντολή να σηκώσουν τη βαριά πλάκα και αντίκρισα το είδωλό μου, που έμοιαζε με άγαλμα του Λυσίππου, γεμάτος θαυμασμό και δέος. Ήμουν τότε ακριβώς 33 ετών, στην ηλικία που πέθανε ο Αλέξανδρος.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την όψη του. Ο Μεγάλος αυτός άνδρας, χωρίς γένια, έμοιαζε να χαμογελάει, ένα χαμόγελο ικανοποίησης που έδειχνε ότι γνώριζε καλά τι είχε καταφέρει, περήφανος και συνειδητοποιημένος, ναι, ακόμη και αυτάρεσκος και ανώτερος. Με αυτό το χαμόγελο πεθαίνει μόνο ένας άντρας που έχει κόψει με το σπαθί του το γόρδιο δεσμό, αντί να ψάχνει να βρει την αρχή και το τέλος του σχοινιού, ένας άντρας που πηγαίνει στην έρημο να βρει τον Άμμωνα Δία για να επιβεβαιώσει τη θεϊκή καταγωγή του και το δικαίωμα της εξουσίας, ένας άντρας που ουσιαστικά δεν γνώριζε κανέναν αντίπαλο εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Τότε δεν ήθελα τίποτα περισσότερο παρά να πεθάνω κι εγώ κάποια στιγμή σε τον Μεγάλο Μακεδόνα- με ένα χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό μου.

Έμεινα ατέλειωτες ώρες έτσι, να τον κοιτάζω, μέχρι που οι ανυπόμονοι σύντροφοί μου με πίεσαν να δούμε και άλλους νεκρούς Πτολεμαίους, που κείτονταν εκεί επί 300 χρόνια, μεταμορφωμένοι σε μούμιες. Είπα επιτακτικά στους ανόητους συντρόφους μου πως αυτό που ήθελα να δω εγώ ήταν ένας βασιλιάς, και όχι άλλα πτώματα. Γι' αυτό και αρνήθηκα να επισκεφθώ τον Άπι, αφού εμείς οι Ρωμαίοι συνηθίζουμε να λατρεύουμε τους θεούς και όχι τους ταύρους.

Έτσι, λοιπόν, έδιωξα τον εντελώς ανεγκέφαλο όχλο και καμία από τις ανόητες κουβέντες τους δεν μπόρεσε να μου αλλάξει γνώμη. Με τη φλόγα να τριζοβολάει στη δάδα, περιεργαζόμουνα τον μικρόσωμο άντρα. Όπως κι εγώ έτσι και ο Αλέξανδρος ήταν κοντός, γεγονός που δικαιώνει όσους ισχυρίζονται πως οι μικρόσωμοι άντρες προορίζονται για κάτι μεγάλο, αφού όλη η ενέργεια τους μοιράζεται σε ένα σώμα μικρού μεγέθους. Όπως και εγώ, έτσι και ο Αλέξανδρος έγραφε στη μητέρα του μυστικά γράμματα. Λεγόταν Ολυμπιάδα, είχε τα ίδια πάθη με την Άτια και λέγεται ότι ο Δίας Άμμωνας κοιμόταν μαζί της, παίρνοντας τη μορφή φιδιού.

Όπως και εγώ, έτσι και ο Μεγάλος Μακεδόνας περιφρονούσε τα αθλήματα όπου έπαιρναν μέρος δυναμικοί αθλητές, και έδειχνε μεγαλύτερη αγάπη για τη φιλοσοφία. Αγαπούσε όπως έλεγε τον Αριστοτέλη σαν πατέρα του και τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, ενώ όταν κοιμόταν είχε πάντα κάτω από το μαξιλάρι του την Ιλιάδα του Ομήρου, δίπλα στο ξίφος του. Και όπως ζήλευα εγώ τον Οράτιο για την τύχη του να «σμιλεύει» τις λέξεις και να αδιαφορεί για τα χρήματα και τη φήμη του, έτσι και ο Αλέξανδρος είδε το άλλο του εγώ σε ένα σοφό. Όταν πήγε στην Κόρινθο είπε στον κυνικό Διογένη ότι θα του εκπλήρωνε όποια χάρη του ζητούσε. Τότε εκείνος του ζήτησε να πάει λίγο παρακεί για να μην του κρύβει τον ήλιο, δεν ήθελε τίποτε άλλο.

Τα λόγια αυτά άρεσαν πολύ στον Αλέξανδρο, που με περηφάνια και μεγαλείο ψυχής- κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει καλύτερα από εμένα- είπε για τον φιλόσοφο: «αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα ήθελα να είμαι ο Διογένης». Η πολυτέλεια, έλεγε ο Αλέξανδρος- και σ' αυτό επίσης συμφωνούμε απολύτως- σε κάνει υπηρέτη και δούλο της, το να είσαι βασιλιάς είναι το πιο σκληρό καθήκον. Κατέκρινε λοιπόν τους άνδρες που αρέσκονταν στις πολυτέλειες και τα υλικά αγαθά, όπως τον Άγνωνα, που ήθελε να έχει ασημένια καρφιά στις σόλες του, ή τον Λεονάτο που ζήτησε να του φέρουν άμμο από την Αίγυπτο για να αθλείται, ή τον Φιλώτα που πρόσταξε να φτιάξουν φωλιές σε 100 στάδια για να μπορεί να κυνηγάει. Ήταν πιο υπομονετικός από εμένα, γιατί μπορεί να περιφρονούσε την ακόλαστη συμπεριφορά, όμως δεν εξέδωσε κανένα νόμο, όπως έκανα εγώ, για να τη σταματήσει.

Έτσι, ο Μέγας Αλέξανδρος με δίδαξε την υπομονή. Με έμαθε ότι χωρίς υπομονή, το έδαφος που βγαίνουν τα σπαρτά δεν αποδίδει. Και αν κοιτάξω πίσω μου, τα 76 χρόνια της ζωής μου, δεν βρίσκω ίχνος υπομονής- και αν κάπου διακρίνεται αμυδρά, δεν μπορώ να πω ότι ήταν υπομονή, αλλά ανοχή, δυστυχώς. Δεν έμαθα ποτέ τοξοβολία, όπου αρίστευε ο Αλέξανδρος, ή να πηδάω από το άρμα, όπως έκανε εκείνος όταν τα άγρια άλογα έτρεχαν στο δάσος. Ακόμη, δεν κυνηγούσα αλεπούδες. Αυτό, βέβαια, οφειλόταν και στην υγεία μου, που από πολύ νωρίς με ανάγκασε να μένω μέσα στο σπίτι, παρόλα αυτά, όμως, με τη βοήθεια του γιατρού μου, του Μούσα, έφτασα σε μεγάλη ηλικία.

Εγώ, ο Imperator Caesar Augustus Divi Filius, και ο Μέγας Αλέξανδρος, δεν φοβόμασταν τίποτα περισσότερο από τη σημασία των οιωνών και των χρησμών. Δεν είναι παράδοξο; Αρκούσε ένα νεύμα, μια αράδα που τραβούσε το χέρι μας με την πένα, και λαοί πέθαιναν, χώρες καίγονταν και ποταμοί άλλαζαν τη ροή τους. Και όμως, αρκούσε ένας ξαφνικός κεραυνός για να κρυφτώ στο μανδύα μου, ενώ ο Αλέξανδρος έπιανε την κούπα του. Ο Αλέξανδρος είχε γύρω του άνδρες από τη Βαβυλώνα, εγώ από την Αίγυπτο, γιατί πιστεύω στα αστέρια, δεν γνωρίζω όμως τους νόμους που με τόση σοφία καθορίζουν την τροχιά τους. Και αν για εκείνον το σημάδι ήταν μια πηγή, που ξαφνικά ανάβλυσε νερό στο σημείο που είχε στήσει η σκηνή του, στο δρόμο του για την Ινδία, για εμένα ήταν ένα περιστέρι που με διαβεβαίωσε ότι θα επιστρέψω υγιής. Οι δύο οιωνοί είπαν την αλήθεια, πρέπει να ομολογήσω, γιατί εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλη εκμετάλλευση και σύγχυση γύρω από την εξήγηση των σημείων που έστελναν οι θεοί....

Αυτά σκεφτόμουν όση ώρα στέκομαι μπροστά στο νεκρό Αλέξανδρο και ήθελα να τον αποχαιρετήσω όπως χαιρετάει κάποιος, που βρίσκεται και αυτός στο τέλος της ζωής του, έναν καλό φίλο. Έτσι, έσκυψα, τον φίλησα στο μέτωπο και τον χάιδεψα Ωστόσο, από τη μεγάλη συγκίνηση, φάνηκα απρόσεκτος και σκόνταψα στη σαρκοφάγο του Αλέξανδρου. Για να μην πέσω άπλωσα το αριστερό μου χέρι και ακούμπησα κατά λάθος τη μύτη του. Έσπασε σαν γυαλί σε πολλά κομμάτια και πριν καταλάβω τι είχε συμβεί, είδα ότι στο σημείο που βρισκόταν πριν η μύτη του, έχασκε τώρα μια τρύπα.* Πάγωσε το αίμα μου μόλις το είδα. Ήθελα να το βάλω στα πόδια, όμως μια μυστήρια δύναμη με κρατούσε καρφωμένο εκεί. Δεν θυμάμαι πια πόση ώρα κράτησε αυτό, μέχρι που με τράβηξαν έξω δύο φρουροί. Κανένας από τους ιερείς δεν μπόρεσε να πει αν αυτό ήταν κάποιος κακός οιωνός που μου έστελναν οι θεοί, αφού κάτι παρόμοιο δεν τους έχει ξανασυμβεί και το θεώρησαν χωρίς σημασία.

Πιστέψτε με, όλα όσα γράφω είναι αλήθεια και μολονότι προσπάθησα να κλείσω τα μάτια και να σβήσω την εικόνα που είχα δει, στάθηκε αδύνατον. Η εικόνα αυτή με ακολουθεί σαν σκιά και την βρίσκω συνεχώς μπροστά μου: μια μαύρη τρύπα στο κεφάλι του Αλεξάνδρου, όχι μια πληγή που κάποια στιγμή θα έκλεινε, όχι. Τότε μου φαινόταν, όπως και σήμερα, σαν να κατέστρεψα με τα ίδια μου τα χέρια αυτόν τον θεϊκό άνθρωπο- το ίδιο μου το είδωλο».


*Τη σπασμένη μύτη στη μούμια του Μεγάλου Αλεξάνδρου περιγράφει και ο Κάσσιος Δίων, βιβλίο 51, 16, 5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου