Από την πρώτη γερμανική κατοχή μέχρι το 2014.
Όπως
ακριβώς τονίζω στο νέο βιβλίο μου "Τα ένοχα μυστικά της Κατοχής", που θα κυκλοφορήσει σύντομα, στα τελευταία
χρόνια βιώνουμε ένα ιδιότυπο κατοχικό καθεστώς, που αν προχείρως συγκριθεί με
την τελευταία ιστορική περίοδο κατά την οποία η χώρα μας τελούσε υπό ξενική
κατοχή, μεταξύ 1941 και 1944, θα διαπιστώσουμε πολλές ομοιότητες. Ίσως η πιο
σημαντική ομοιότητα είναι ότι κυρίαρχοι ήταν τότε, όπως και τώρα, οι Γερμανοί,
λιγότερο ή περισσότερο εκλεπτυσμένοι. Το πιο ενδιαφέρον είναι όμως ότι πέριξ
των κατακτητών τότε, όπως και τώρα συμβαίνει, λειτουργούσε ένα εγχώριο
πολιτικοοικονομικό σύστημα με ποικίλες προεκτάσεις.
Η κλασική ρήση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, εδώ έχει μια αξιοπρόσεκτη εφαρμογή. Και επειδή η ιστορική αλήθεια είναι ανώτερη από κάθε επιμέρους πολιτική ή άλλη σκοπιμότητα, αξίζει να εμβαθύνουμε σε κάποιες άγνωστες πτυχές που θα έπρεπε να επισημανθούν. Δυστυχώς επειδή η σύγχρονη ιστορία, ιδιαίτερα δε η κρίσιμη δεκαετία 1940, έχει μέχρι σήμερα συστηματικά κακοποιηθεί ένθεν κακείθεν, πολλά είναι τα αξιοσημείωτα που έχουν αποκρυβεί ή διαστρεβλωθεί. Περισσότερο παρά ποτέ, τώρα είναι η ώρα να τα εντοπίσουμε, να τα μελετήσουμε με υπευθυνότητα, να τα δούμε με ανοιχτή ματιά και οπωσδήποτε ανεπηρέαστα από προκαταλήψεις ή σκοπιμότητες. Η άγνοια και η ημιμάθεια συνέβαλαν σε μια παραμόρφωση του πολιτικού συστήματος κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με αποτέλεσμα να καταστεί αυτό ένα επικίνδυνο μόρφωμα για τη χώρα μας, που αδίστακτα οδήγησε τον λαό μας στην εξαχρείωση και την εξαθλίωση.
Οι πολιτικές οικογένειες
Το μέγα ζητούμενο είναι κάποτε να ξαναδούμε υπό άλλη οπτική γωνία την
πορεία των πολιτικών οικογενειών που διαχρονικά κυριαρχούν. Στην κατοχική περίοδο
1941-44 εμφανίζονται κάποιες τέτοιες οικογένειες, οι επίγονοι των οποίων
συνεχίζουν μέχρι σήμερα να διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας. Κατά κανόνα
πρόκειται για γενάρχες οικογενειών, που – αν και αρχικά συνεργάστηκαν με τον
κατακτητή – πρόλαβαν να καλύψουν την όποια επιλήψιμη δραστηριότητά τους.
Ο εγγονός Γιώργος Παπανδρέου θεωρείται σήμερα ο υπαίτιος της τόσο δραματικής εμπλοκής της χώρας μας στο μνημόνιο. Ίσως ποτέ να μην λογοδοτήσει για τις συγκεκριμένες ευθύνες του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ιστορικά θα βγει ανέγγιχτος. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τους άλλους δύο αδελφούς του, εκ των οποίων ο ένας φέρεται να κερδοσκόπησε με τα cds και ο άλλος να ανέλαβε μυστικές αποστολές στο εξωτερικό.
Όμως ο παππούς Γεώργιος Παπανδρέου, που μεταπολεμικά υπήρξε τρεις φορές
πρωθυπουργός, στην αρχή της γερμανικής κατοχής υπήρξε μυστικοσύμβουλος του
στρατηγού Τσολάκογλου (βλ. και το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο μου «Ιστορία της
Κατοχής», Εκδ. Λιβάνη, τόμ. α΄, σελ. 250), αναπτύσσοντας τη θεωρία πώς «να τα
έχουμε καλά με τον κατακτητή». Οι ιταλικές εφημερίδες της εποχής είχαν
φιλοξενήσει δηλώσεις του Γ. Παπανδρέου υπέρ της μεσογειακής πολιτικής της
φασιστικής Ιταλίας!
Ο πατέρας του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη είχε διορισθεί επί Κατοχής στην
επίζηλη θέση του γενικού γραμματέα της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, λόγω της
στενής φιλίας του με τον Γεώργιο Μερκούρη, αρχηγό του Εθνικοσοσιαλιστικού
Κόμματος Ελλάδος και συμμετείχε στο άτυπο συμβούλιο των «Πέντε Γιώργηδων», που
καθόριζαν κάθε βράδυ την τιμή της χρυσής λίρας στη μαύρη αγορά! Βεβαίως ο
Γεώργιος Σημίτης εγκαίρως μεταστράφηκε προς την Αριστερά και την άνοιξη του
1944 ανέβηκε στα βουνά, αναλαμβάνοντας γενικός διοικητής Ρούμελης. Κατηγορήθηκε
τότε ότι υπήρξε υπαίτιος εξαφάνισης 8.000 λιρών που είχαν στείλει οι Σύμμαχοι
(βλ. «Μακεδονία» 13.6.1945).
Ο Θάνος Καραμανλής, εξάδελφος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, υπήρξε συνεργάτης
των Γερμανών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Καταδικάστηκε ως δοσίλογος και
μεταπολεμικά προτίμησε να εγκατασταθεί μόνιμα στη Γερμανία. Ένας άλλος, ο
Δανιήλ Καραμανλής, που έγινε καλόγερος στο Άγιον Όρος καταδικάστηκε ως
δοσίλογος και μάλιστα ως βουλγαρόφιλος σε πολυετή φυλάκιση.
Ο παππούς του υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου, που υπέγραψε
το μνημόνιο και έτσι μας υποχρέωσε να αποποιηθούμε την εθνική μας κυριαρχία το
2010, είχε δημιουργήσει το περίφημο εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας στην
Πτολεμαΐδα, χάρις σε μια υπογραφή του Τσολάκογλου. Για τον θείο του, τον
πολιτικό Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, που υπηρέτησε ως διερμηνέας των Γερμανών στην
Κοζάνη, έχει γίνει εκτενής λόγος στο παρελθόν. Ένας στενός συγγενής του
τελευταίου, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, την ίδια εποχή καταδικάστηκε ως
πράκτορας της Γκεστάπο στη Θεσσαλονίκη.
Ο γενάρχης της οικογένειας Μεϊμαράκη στο Ηράκλειο, ο πολιτικός Βασίλειος Μεϊμαράκης,
δεν είχε διστάσει να καταγγείλει με αποτροπιασμό τις «ωμότητες» των
συμπατριωτών του κατά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στη Μάχη της Κρήτης, ενώ
δήλωνε ότι τασσόταν στο πλευρό της κυβέρνησης Τσολάκογλου («Ελεύθερον Βήμα»
5.6.1941). Άλλα μέλη της οικογένειας Μεϊμαράκη διαδραμάτισαν επιλήψιμο ρόλο
κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Κρήτη.
Ο παππούς του σημερινού υπουργού Επικρατείας και βουλευτή της Ν.Δ. Σίμου
Κεδίκογλου, βεβαίως και του συνώνυμου βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, συνεργάστηκε στην
Κατοχή με τους Γερμανούς ως διερμηνέας τους.
Παππούς του σημερινού ευρωβουλευτή της «Δράσης» Θεόδωρου Σκυλακάκη ήταν ο
γνωστός απότακτος συνταγματάρχης που στα μέσα της δεκαετίας 1930 ήταν αρχηγός
της φασιστικής Οργάνωσης Εθνικού Κυριάρχου Κράτους, στη συνέχεια έγινε υπουργός
Εσωτερικών του Ιω. Μεταξά και λίγο πριν από τον πόλεμο συμμετείχε σε συνωμοσία
γερμανοφίλων για την ανατροπή του καθεστώτος.
Θα μπορούσαν να αναφερθούν και αρκετά άλλα ονόματα επιγόνων, που ανεξάρτητα
από τη σημερινή κομματική τοποθέτησή τους, σεμνύνονται για τις οικογενειακές
καταβολές τους σε σχέση με την κατοχική περίοδο 1941-44. Κάποιοι πιο
εξειδικευμένοι από τον γράφοντα θα μπορούσαν επιτυχώς να αναπτύξουν το
ψυχοκοινωνικό πλαίσιο αυτών των συσχετισμών.
Θα θυμούνται οι αναγνώστες ότι πριν λίγα χρόνια έγινε ένα θορυβώδες γαμήλιο πάρτι στο ιστορικό θωρηκτό μας «Αβέρωφ». Η κοινή γνώμη εξερράγη από την έλλειψη σεβασμού στη σύγχρονη ιστορία. Ασφαλώς όμως θα ήταν πολύ πιο εξοργισμένη αν γνώριζε ότι ο γαμπρός ήταν εγγονός του Φιλήμονα Πατίτσα, που επί Κατοχής αρθρογραφούσε υπέρ των Γερμανών και ταυτόχρονα ανέλαβε πολιτικά αξιώματα.
Κατοχικά δάνεια
Έχοντας ασχοληθεί πολλά χρόνια με την ιστορική έρευνα για την περίοδο της
Κατοχής, προ διετίας έδωσα στη δημοσιότητα το βιβλίο «Η ελληνική οικονομία κατά
την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια» (Εκδόσεις Ερωδιός), όπου με
πληθώρα ανέκδοτων στοιχείων παρουσιάζεται τεκμηριωμένα η πραγματική υπόσταση
του γερμανικού χρέους προς την Ελλάδα. Πρόκειται για ένα συνολικό ποσόν που
σήμερα υπερβαίνει τα 500 δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς να γίνεται κανένας
συνυπολογισμός άλλων εθνικών απαιτήσεων, όπως πολεμικές αποζημιώσεις και
επανορθώσεις. Το θέμα το έχω αναλύσει επανειλημμένα σε πληθώρα δημοσιευμάτων
μου, πέραν του εν προκειμένω βιβλίου μου, και υπάρχει ακόμη καιρός για να
ικανοποιηθεί η Ελλάδα.
Από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου καμία ελληνική κυβέρνηση και κανένα πολιτικό κόμμα δεν ενδιαφέρθηκε ουσιαστικά για να εξοφληθεί αυτό το αδιαμφισβήτητο χρέος του γερμανικού κράτους. Λυπούμαι πολύ γι’ αυτό – λυπούμαι ως ένας απλός πολίτης για το κράτος του που δεν είναι σε θέση να αξιώσει μια ξεκάθαρη εθνική απαίτηση, ως απόρροια της ανικανότητας των πολιτικών ηγετών του.
Τα κατοχικά δάνεια αντιπροσωπεύουν το τίμημα της ασύλληπτης λεηλασίας του
εθνικού μας πλούτου κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Με απίθανη μεθοδικότητα
καταστρώθηκε ένα συγκεκριμένο σχέδιο άλωσης της ελληνικής οικονομίας και οι
κατακτητές επέτυχαν ανέμποδιστα να συλλέξουν και να απομυζήσουν τα πάντα, ιδίως
τη γεωργική παραγωγή και κάθε πλουτοπαραγωγική πηγή, αφού πρώτα καταλήστευσαν στο
σύνολό της την εθνική οικονομία.
Ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής είχαν εισρεύσει στην Αθήνα ειδικοί
εμπειρογνώμονες και οργάνωσαν το σχέδιό τους, με την πρόθυμη σύμπραξη εντοπίων
παραγόντων. Με επικεφαλής τη διαβόητη και από τα πρόσφατα χρόνια γερμανική
εταιρία Rheinmetall, αλλοτριώθηκε στο σύνολό του το ελληνικό υπέδαφος, ενώ γερμανικές και
ιταλικές μεγάλες εταιρίες έσπευσαν να θέσουν υπό ασφυκτικό έλεγχο τις ελληνικές
μεταλλευτικές εταιρίες. Όλα αυτά πάντοτε με τη συνεργασία «προθύμων» Ελλήνων κεφαλαιούχων
και επιστημόνων.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι την οργάνωση της οικονομικής λεηλασίας
ανέλαβαν οι ειδικοί των κατακτητών, όπως ο Καρλ Κλόντιους και ο Χέρμαν
Νοϊμπάχερ. Τα μοιραία αυτά πρόσωπα έχουν πάμπολλες ομοιότητες με τον Χορστ
Ράιχενμπαχ, τον Φούχτελ, τον Τόμσεν και τους συναφείς. Όσο ο Γιώργος
Παπακωνσταντίνου εντοπίσθηκε να είναι ο εγγονός εκείνου που έλαβε το «προνόμιο»
της Πτολεμαΐδας από τον Τσολάκογλου, άλλο τόσο ίσως ένας σύγχρονος ακέραιος
Γερμανός ιστορικός καταφέρει να αποκαλύψει την πατρογονική προϊστορία των
αλλοδαπών κυριάρχων μας επί ναζισμού.
Επί του παρόντος έχει αποκαλυφθεί ο ρόλος ενός Γερμανού αρχικατασκόπου, που
έδρασε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1940 με έδρα την Αθήνα και τομέα ευθύνης τη
Μέση Ανατολή. Επρόκειτο για τον Ρολφ Μέρκελ, που εμφανιζόταν ως στέλεχος της
εταιρίας Ζήμενς-Τελεφούνκεν και η δραστηριότητά του τερματίστηκε ύστερα από
απαίτηση του τότε υπουργού Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκη και με συνδρομή του επίσημου
εκπροσώπου του συγκροτήματος Ιω. Βουλπιώτη. Η συμπαθής αρχικαγκελάριος του
Βερολίνου, καίτοι προκληθείσα, δεν μας έχει διευκρινίσει αν πράγματι ο παλαιός
εκείνος κατάσκοπος ήταν ο αδελφός του πεθερού της…
Βέβαια έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε ότι, όπως σήμερα, ανάλογη προπαγάνδα χρησιμοποιήθηκε και από τα κατοχικά παπαγαλάκια για να πεισθεί η κοινή γνώμη στην κατεχόμενη Ελλάδα ότι οι Έλληνες είναι ανοργάνωτοι και διεφθαρμένοι, ιδιαίτερα ως προς τα δημοσιονομικά τους. Μπορεί να μην υπήρχε το κίνημα «Δεν Πληρώνω» και άλλες συνειδητές ακτιβίστικες δράσεις, αλλά οι αθηναϊκές εφημερίδες ασκούσαν μια παρόμοια με τα σημερινά μνημονιακά ΜΜΕ κριτική. Τα θέματα λύνονταν κάπως πιο δυναμικά από τον Φελντκομαντάντ, ο οποίος ελάμβανε αυστηρές αποφάσεις για όσους δεν πλήρωναν τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ή του ύδατος, αλλά θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αναφορικά με τις κατασχέσεις κατοικιών λόγω χρεών το καθεστώς δεν ήταν εντελώς ανεξέλεγκτο, καθώς το Γερμανικό Φρουραρχείο ήθελε να ενημερώνεται προηγουμένως!
Ο Γερμανός οικονομολόγος και διπλωμάτης Καρλ Κλόντιους, που ήρθε
επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα, λειτουργώντας στη χώρα
μας ως οικονομικός γκαουλάιτερ, είναι εκείνος που, αφού μελέτησε σχολαστικά τις
δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, οργάνωσε τη λεηλασία της μέχρι τελευταίας
ικμάδας της. Κατά μεγάλο μέρος σ’ εκείνον οφείλεται και η μεγάλη πείνα που
έζησε ο ελληνικός λαός.
Ως ιστορική λεπτομέρεια θα αναφέρω ότι ο Κλόντιους, που προς τα τέλη του
πολέμου είχε χαρακτηρισθεί από τους Συμμάχους ως εγκληματίας πολέμου, συνελήφθη
από τα ρωσικά στρατεύματα στη Ρουμανία και όλως απροόπτως μεταστράφηκε από τον
ναζισμό στον κομμουνισμό. Ως έμπιστος του Στάλιν πλέον στα πρώτα μεταπολεμικά
χρόνια εμφανίστηκε στο Βελιγράδι επικεφαλής σοβιετικής οικονομικής αποστολής,
έχοντας ως κύριο μέλημά του μεταξύ άλλων τη χρηματοδότηση του …Δημοκρατικού
Στρατού Ελλάδας!
Διαχρονικές συμπεριφορές
Δυστυχώς στα διάφορα επίπεδα της δημόσιας ζωής σημειώθηκαν εκείνη την εποχή
παραφωνίες σε σχέση με το κοινό αίσθημα. Όταν γίνονται αναφορές και συσχετισμοί
συγκεκριμένων προσώπων και συγκεκριμένων συμπεριφορών, με αναγωγή στην κατοχική
περίοδο 1941-44, συχνά ακούγεται και ένας επιεικής λόγος για κάθε υπόλογο ή
ένοχο. Μερικές φορές όμως η «συνωμοσιολογία» είναι κατώτερη της πραγματικότητας
και εγκυμονεί ο κίνδυνος της γενικής απαξίωσης.
Πόσοι είναι εκείνοι που υπηρέτησαν εθελοντικά τους κατακτητές, ενώ εγκαίρως μεταστράφηκαν και μεταπήδησαν σε πολιτικούς χώρους, ιδίως σε χώρους «της μόδας», όπως ήταν η Αριστερά στο τέλος της Κατοχής; Πόσες χιλιάδες Έλληνες μετανάστευσαν στο Ράιχ με τη θέλησή τους; Πόσοι κερδοσκόπησαν ως προμηθευτές των κατακτητών ή επιδόθηκαν σε μαυραγορίτικες δουλειές; Ποτέ δεν θα δοθεί μια σαφής απάντηση, διότι αυτά όλα είναι φαινόμενο της μικρής ιστορίας, της λεπτομέρειας. Με την ίδια ακριβώς λογική, δεν θα δικαιωθούν ποτέ όσοι προτίμησαν να πεινάσουν και να υποφέρουν για να μην προστρέξουν στον κατακτητή και επωφεληθούν απ’ αυτόν.
Στην Κατοχή η τάξη των πολιτικών μηχανικών και εργοληπτών υπήρξε διχασμένη. Υπήρχαν πολλοί που αναζητούσαν μια καλή ευκαιρία για να αποκομίσουν οφέλη από την εκτέλεση τεχνικών έργων που απαιτούσε ο κατακτητής για να θωρακίσει τη στρατιωτική άμυνά του, αλλά υπήρχαν και άλλοι που συνειδητά αρνήθηκαν. Οι μεν πρώτοι θησαύρισαν, οι δε δεύτεροι απλώς πείνασαν.
Κάτι ανάλογο έγινε και με τους δημοσιογράφους εκείνης της εποχής. Κάποιοι προτίμησαν να εργασθούν ως «παπαγαλάκια» και κάποιοι άλλοι επέλεξαν την έντιμη πενία, κατεβάζοντας την πέννα τους. Τη θλιβερή ιστορία του Συγκροτήματος Λαμπράκη, που συνειδητά συνεταιρίστηκε με τη βερολινέζικη εταιρία «Mundus» (που ανήκε κατά 50% στο γερμανικό υπουργείο Προπαγάνδας του Γκαίμπελς και κατά 50% στο υπουργείο Εξωτερικών του Ρίμπεντροπ), δεν την ακολούθησαν όλοι οι άλλοι εκδότες, κάποιοι εκ των οποίων πήραν την ηρωική απόφαση να διακόψουν την έκδοση των εφημερίδων τους. Την ακολούθησε όμως ο Όθων Πικραμμένος (ο πατέρας του υπηρεσιακού πρωθυπουργού που διεξήγαγε τις τελευταίες εκλογές), την ακολούθησε ο μέγας τότε χαρτέμπορος Πετσόπουλος, την ακολούθησαν οι κορυφαίοι βιβλιοπώλες Ελευθερουδάκης και Κάουφμαν. Και αρκετοί άλλοι και άλλοι. Στο ίδιο πνεύμα προπαγάνδισαν τη συνεργασία με τον κατακτητή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επώνυμοι εκφραστές της κοινής γνώμης, όπως ο Σπύρος Μελάς, ο Παύλος Παλαιολόγος, ο Αλέκος Σακελλάριος κ.ά.
Το ίδιο συνέβη και στη μουσική, στις τέχνες, ακόμη και στη γλυπτική, όταν
ένας νεαρός τότε καλλιτέχνης φιλοτέχνησε την προτομή του …Χίτλερ!
Το κυνήγι του χρυσού
Η αναζήτηση του πλούτου δεν ήταν απαραιτήτως το άπαν για τους συνεργάτες
του κατακτητή, είτε με κουκούλες είτε χωρίς. Κάποιοι αποσκοπούσαν στην
ικανοποίηση φιλοδοξιών, στην κατάληψη θέσεων και αξιωμάτων. Αλλά το χρυσάφι
ήταν οπωσδήποτε το επίκεντρο – απαρασάλευτος κανόνας, απλώς με εξαιρέσεις.
Ακόμα και στον χώρο της εκκλησίας παρατηρήθηκαν τέτοια φαινόμενα. Το
σκάνδαλο του Βατοπεδίου, που στα τελευταία χρόνια συγκλόνισε τη χώρα, έχει
προϊστορία από τα χρόνια της Κατοχής – και ακόμη πιο πίσω. Χαριστικές ρυθμίσεις
υπέρ της Μονής Βατοπεδίου είδαν το φως στο ΦΕΚ των κατοχικών κυβερνήσεων, ενώ
τα ακίνητά της στη Θεσσαλονίκη, όπως και άλλων μοναστηριών του Αγίου Όρους,
αξιοποιήθηκαν διαρκούσης της Κατοχής. Η αθωνική πολιτεία έχει ένα επιλήψιμο
παρελθόν στα χρόνια εκείνα.
Όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί τον Απρίλιο του 1941, το γερμανικό υπουργείο Πολιτισμού του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ είχε οργανώσει μια ιδιαίτερη και απόρρητη αποστολή. Επιφανειακά επιζητούσε να καταγράψει την πολιτιστική κληρονομιά της Ορθοδοξίας που περικλειόταν στο Άγιον Όρος. Μια πολυάριθμη αποστολή υπό έναν διαπρεπή Γερμανό βυζαντινόλογο, τον καθηγητή Νταίλγκερ (ο οποίος μάλιστα εξελέγη ξένος εταίρος της Ακαδημίας Αθηνών), και με τη συνεργασία δύο Ελλήνων, του μετέπειτα καθηγητή Θεολογίας Μάρκου Σιώτη και του πρώτου Έλληνα ιδρυτή ραδιοφωνικού σταθμού Τσιγγιρίδη, ασχολήθηκε με τους πνευματικούς θησαυρούς του Αγίου Όρους. Ό,τι περίπου έκανε πολλές δεκαετίες αργότερα το Ίδρυμα Λαμπράκη (με …διοικητή του Αγίου Όρους τον Σταύρο Ψυχάρη). Μόνο που τότε οι Γερμανοί αναζητούσαν κάτι πολύ περισσότερο: Το μυθικό Άγιο Δισκοπότηρο! Οι αποκρυφιστές της χιτλερικής Γερμανίας θεωρούσαν ότι αν το εντόπιζαν, όπως και τη λόγχη του Λογγίνου, θα κυριαρχούσαν στον δυτικό κόσμο.
Αλλά δεν συνέβησαν μόνον αυτά στο Άγιον Όρος. Πολλοί αγιορείτες μοναχοί,
ελάχιστοι όμως ελληνικής καταγωγής, κατά διάφορους τρόπους συνεργάστηκαν με
τους κατακτητές. Μεταπολεμικά κάποιοι εξ αυτών καταδικάστηκαν για δοσιλογισμό,
ενώ κάποιοι άλλοι φυγαδεύτηκαν από τους …Βρετανούς. Ο φημισμένος Άγιος Σωφρόνιος
δεν θα είχε αναδειχθεί, αν μεταπολεμικά δεν του παρεχόταν κατάλληλο άσυλο πρώτα
στη Γαλλία και έπειτα στην Αγγλία, ύστερα από ενέργειες του δαιμόνιου ρασοφόρου
Ντέιβιντ Μπάλφουρ, του γνωστού μας εφημερίου στο εκκλησάκι του νοσοκομείου
«Ευαγγελισμός». Αποσχηματισμένος πλέον ο Μπάλφουρ και υπηρετώντας ως γραμματέας
της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, αμέσως μετά την Απελευθέρωση, ενήργησε
κατάλληλα για την αεροπορική απομάκρυνση του αγιορείτη Σωφρονίου (Σαχάρωφ) έξω
από την Ελλάδα. Κάτι ανάλογο συνέβη και με άλλους αγιορείτες μοναχούς, που ήδη
είχαν καταδικασθεί ως δοσίλογοι από την ελληνική δικαιοσύνη.
Ο αέναος δοσιλογισμός
Σε όσους θα είχαν γερά νεύρα για να εμβαθύνουν στο φαινόμενο του
δοσιλογισμού της περιόδου 1941-44, θα συνιστούσα να φανούν επιεικείς στους
ελάχιστους ιδεολόγους που μπορεί και να τυφλώθηκαν, παραγνωρίζοντας το εθνικό
συμφέρον εις όφελος μιας όψιμης συνεργασίας με τον κατακτητή. Και τότε, όπως
και σήμερα που συναντούμε στην καθημερινή ζωή μας κάποιους ελάχιστους
φανατικούς μνημονιακούς που με παραδειγματική ευκολία κακίζουν τη δήθεν στρεβλή
νοοτροπία των συμπατριωτών μας ως απόρροια της εν γένει κακοδαιμονίας μας,
υπήρχαν σποραδικές και πάντως σπανιότατες φωνές υμνητών του κατακτητή, που
«ήρθε να μας βάλει σε τάξη»!
Χωριστά από τις προπολεμικές φασιστικές κινήσεις που εμφανίστηκαν, με την
έναρξη της Κατοχής είχαμε τη δραστηριοποίηση κάποιων συγκεκριμένων. Οι
κυριότερες ήταν τρεις: η ΕΣΠΟ, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και τα ΕΕΕ.
Η πρώτη, της οποίας ο ακριβής τίτλος ήταν «Ελληνική Σοσιαλιστική Πατριωτική
Οργάνωση», δημιουργήθηκε τις πρώτες μέρες που έφτασαν οι Γερμανοί στην Αθήνα.
Ιδρυτές της ήταν δύο γιατροί, ο Γεώργιος Βλαβιανός και ο Γεράσιμος Πατρονικόλας
(σύζυγος της αδελφής του Ωνάση και πατέρας της Μαριλένας) και μερικοί άλλοι
γερμανόφιλοι. Στην οργάνωση έλαβαν μέρος αρκετοί άλλοι με παρόμοιες αντιλήψεις,
μεταξύ των οποίων και ο αντισιωνιστής συγγραφέας Αριστείδης Ανδρόνικος, επίσης
γιατρός, ενώ το 1948 μια παράδοξη απόφαση του Αρείου Πάγου την χαρακτηρίζει ως
«πατριωτική» οργάνωση. Συμμετείχαν επίσης κάποιοι άλλοι επιστήμονες,
επαγγελματίες, δημοσιογράφοι, ακόμα και λογοτέχνες.
Λιγότερο εύρος είχε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος υπό τον Γεώργιο Μερκούρη, ο οποίος το είχε ιδρύσει μερικά χρόνια πριν από τον πόλεμο, αλλά το είχε απαγορεύσει η δικτατορία Μεταξά. Το επανίδρυσε μαζί με κάποιους άλλους παράγοντες, μεταξύ των οποίων και ο άλλοτε βουλευτής του ΚΚΕ Μιχ. Τυρίμος, μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα και ο ίδιος, αφού απέτυχε να γίνει από τον Τσολάκογλου υπουργός του, αρκέστηκε να αναλάβει τη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας. Κόρη του αδελφού του ήταν η ηθοποιός και υπουργός Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ Μελίνα Μερκούρη, της οποίας η πολιτεία επί Κατοχής είναι άλλο ζήτημα. Το βέβαιο είναι ότι τουλάχιστον σε μια περίπτωση (κατά τη γραπτή μαρτυρία επώνυμου προσώπου), συναγελαζόμενη στα μπαρ με Γερμανούς αξιωματικούς και ελεεινούς μαυραγορίτες, «κάρφωσε» νεαρούς αντιστασιακούς με την προτροπή: «Πιάστε τους!»
Τέλος, μια άλλη πολιτική οργάνωση που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς ήταν
τα ΕΕΕ. Η προϊστορία της ανάγεται στα τέλη της δεκαετίας 1920, όταν με έδρα τη
Θεσσαλονίκη έδρασε ως φιλοφασιστική κίνηση με έντονες αντισημιτικές θέσεις,
αφού στη δράση της άλλωστε αποδίδεται ο εμπρησμός του εβραϊκού συνοικισμού
Κάμπελ. Την αποτελούσαν τότε κυρίως γηγενείς Μακεδόνες βενιζελικής προέλευσης
και σε κάποιες περιόδους τελούσε υπό τον έλεγχο γνωστών πολιτικών προσώπων,
όπως ο Μίκης Μελάς, ο Φίλιππος Δραγούμης, ο Στυλιανός Γονατάς ή ο στρατηγός
Θεόδωρος Μανέττας. Κατά την Κατοχή επανιδρύθηκε και την αρχηγία της ανέλαβε ο
δικηγόρος Κων. Γούλας, που μετέφερε την έδρα της στην Αθήνα. Στην τελευταία
κατοχική χρονιά (1944) προσπάθησε να συγκεντρώσει όλους τους γερμανόφιλους και
είχε ως δημοσιογραφικό όργανο την εφημερίδα «Ακρόπολις», φυσικά χωρίς απήχηση.
Τελικά, όταν άρχισε η αποχώρηση των Γερμανών, τα κυριότερα στελέχη της
κατέφυγαν στη Βιέννη, όπου από αυτοεξόριστους Έλληνες χιτλερικούς σχηματίστηκε
η κυβέρνηση Τσιρονίκου.
Στη Βιέννη βρέθηκαν τότε περί τις 2.000 αυτοεξόριστοι ελληνικής υπηκοότητας,
καθώς και 700 ένστολοι που αποτελούσαν τη στρατιωτική μονάδα του συνταγματάρχη
Γεωργ. Πούλου. Κάποιοι απ’ αυτούς θα επανακάμψουν στην Ελλάδα μετά την
κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ και ελάχιστοι θα αντιμετωπίσουν τη δικαιοσύνη, ενώ
ορισμένοι θα καταλάβουν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, ακόμα και ως
πανεπιστημιακοί καθηγητές.
Η δίωξη των πολιτικών δοσιλόγων στη μεταπελευθερωτική Ελλάδα υπήρξε υποτονική, αν και έγιναν ακόμα και θανατικές εκτελέσεις. Το γεγονός ότι η χώρα βρέθηκε σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα άμβλυνε τα αντανακλαστικά της κοινωνίας. Εκεί όμως που σταδιακά εκμηδενίστηκαν οι όποιες επιπτώσεις από τη συνεργασία με τον κατακτητή ήταν στο θέμα των οικονομικών δοσιλόγων. Αυτό σήμαινε ότι όσοι απέκτησαν θησαυρούς στη διάρκεια μιας ξενικής κατοχής, μπορούσαν τώρα να τους γεύονται ελεύθερα, αν εξαιρέσουμε μια φορολογία που επιβλήθηκε στους «παρανόμως πλουτίσαντες». Με βάση περιουσίες, που με τέτοιο τρόπο αποκτήθηκαν, ανδρώθηκαν μεγάλες επιχειρήσεις και οικονομικά συγκροτήματα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεταπολεμική Ελλάδα, εκ των πραγμάτων διαγράφοντας κάθε στιγματική αναφορά από το ένοχο παρελθόν. Και ως ευνόητη προέκταση, οικονομικώς πανίσχυρα τέτοια πρόσωπα (ή οι κληρονόμοι τους) βρέθηκαν στο επίκεντρο των εξελίξεων, άσκησαν παντοειδή επιρροή, έγιναν …ευεργέτες ή φιλοδόξησαν να έχουν ρόλο στην πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου