Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Σωκράτους Απολογία

Τρεις ήταν οι κατήγοροι του Σωκράτη, ο άγνωστος ποιητής Μέλητος, ο πλούσιος βυρσοδέψης και πολιτικός Άνυτος, και ο ρήτορας Λύκωνας. Ο κύριος κατήγορος του Σωκράτη φάνηκε να είναι ο Μέλητος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο Άνυτος που είχε δύναμη πολιτική και οικονομική. Στο έργο “Μένων” όπου ο βασικός διάλογος γίνεται μεταξύ Σωκράτη και Μένωνα, υπάρχουν και άλλοι συνομιλητές μεταξύ αυτών και ο Άνυτος. Ο Άνυτος έχει ύφος παντογνώστη και ο Σωκράτης φυσικά ξεσκεπάζει την σύγχυση που βρίσκεται μέσα στον νου του και την άγνοια του σε τέτοιο βαθμό, που τον χτυπά στον εγωισμό του. Ο Άνυτος επανειλημμένως προσπάθησε να βγει από πάνω, πράγμα που δεν κατάφερε, οπότε στο τέλος κατέφυγε σε απειλές. Ο Σωκράτης με το γνωστό ειρωνικό (η ειρωνεία είχε διαφορετική έννοια τότε) του ύφος γυρνάει και λέει στον Μένωνα “Μένων, μου φαίνεται ότι ο Λύκων νευρίασε...”
Η κατηγορία που προσαρτήθηκε στο πρόσωπο του Σωκράτη ήταν:
“Σωκράτη φησίν αδικείν τους τε νέους διαφθείροντα* και θεούς ους η πόλις νομίζει ου νομίζοντα, έτερα δε δαιμόνια καινά**»
δηλαδή: ότι πιστεύει σε θεούς που η πόλη δεν πιστεύει, ότι εισάγει καινούριους θεούς και θεότητες και ιδέες περί αυτών, οπότε βάσει αυτού διαφθείρει τους νέους με νέες νοοτροπίες.

(* η διαφθορά που προξενούσε ο Σωκράτης στους νέους ήταν το να τους δείχνει ότι δεν έπρεπε να ασχολούνται και να νοιάζονται για τις περιουσίες τους-πράγμα που προξενούσε αντιδράσεις από τους γονείς των νέων- αλλά να κοιτάζουν να γνωρίσουν και να βελτιώσουν τον εαυτό τους για να μπορέσουν να ανέβουν σε ανώτερο επίπεδο πνευματικό για να μπορέσουν να πάνε κοντά στους θεούς όπως λέει στο έργο “Φαίδων”.)

(** η έννοια “δαιμόνια” δεν έχει καμία σχέση με την σατανοποιημένη έννοια που έδωσαν αργότερα οι χριστιανοί για να δικαιολογήσουν τις καταστροφές των Αρχαίων Ελληνικών Ιερών. H λέξη Δαίμων-Δαήμον σημαίνει γνώστης εξού και το αδαής, και έχει την έννοια ανώτερης πνευματικής θεότητας. Ο Πλούταρχος ως ιεροφάντης των Δελφών αφιερώνει ολόκληρο βιβλίο, το “Περί Σωκράτους Δαιμόνιον”).
Ο Άνυτος δεν εφηύρε την κατηγορία αυτή από το μυαλό του, αλλά βασίστηκε στο έργο “Νεφέλαι” του Αριστοφάνη που είχε γραφτεί και παιχτεί αρκετές δεκαετίες νωρίτερα. Η κατηγορία με την οποία πήγε στο δικαστήριο ήταν σχεδόν εξολοκλήρου ειπωμένη στην κωμωδία εκείνη, άρα και ο Αριστοφάνης ηθικός αυτουργός της κατηγορίας αυτής.
Παρόλο που προσφέρθηκε ο ρήτορας Λυσίας και του έγραψε μια απολογία, ο Σωκράτης διάβασε το κείμενο, του το γύρισε πίσω του είπε ότι το ήταν ωραίο κείμενο αλλά δεν ταίριαζε στον ίδιο.

Υπολογίζεται ότι οι δικαστές του Σωκράτη που ήταν 500, ψήφισαν 280 κατά και 220 υπέρ του (σε περίπτωση ισοψηφίας ευνοείτο ο κατηγορούμενος). Η απολογία στην Ηλιαία γινόταν σε πρώτο βαθμό, αν οι δικαστές έπαιρναν καταδικαστική απόφαση ο κατηγορούμενος ερχόταν σε δευτερολογία και πρότεινε την ποινή του.
Μετά την ενοχοποιητική απόφαση ο κατηγορούμενος ανέβαινε στο βήμα για να προτείνει την ποινή που ζητούσε ο ίδιος να επιβληθεί. Ο Σωκράτης λοιπόν ζητάει την “ποινή” του πολυεπίπεδα, πρώτα προτείνει βάσει αυτών των πραγμάτων που πράγματι είχε προσφέρει, αλλά οι Αθηναίοι δεν ήταν σε επίπεδο να το αντιληφθούν δηλ για τις υπηρεσίες του στην Αθήνα, σίτιση από το πρυτανείο, η οποία ήταν η μεγαλύτερη τιμή που οι Αθηναίοι έδιναν σε επίτιμα πρόσωπα που είχαν προσφέρει στην Αθήνα, σε δεύτερο επίπεδο πολύ μικρό χρηματικό ποσό που ο ίδιος θα μπορούσε να πληρώσει δηλαδή μια ασημένια Μνα και τέλος σε πιο πρακτική βάση και κατά την προτροπή των μαθητών του τριάντα Μνες τις οποίες θα τις έδιναν οι μαθητές του οι οποίοι ήταν πλούσιοι. Στην δεύτερη ψηφοφορία οι δικαστές τον καταδίκασαν με μεγαλύτερη διαφορά από ότι πριν.

Ενδέχεται δε να τον καταδίκασαν διότι έβγαλε προς τα έξω την δομή και νοοτροπία εκμάθησης της αλήθειας και πραγματικότητας των Ελευσινίων Μυστηρίων, πράγμα που σήμαινε καταδίκη εις θάνατον. ο Αριστοτέλης είχε πει για τα Ελευσίνια «οὐ μαθεῖν τι, ἀλλά παθεῖν καί διατεθῆναι» δηλαδή δεν σε μαθαίνουν τίποτα αλλά με αυτά που θα περάσεις θα φτάσεις σε επίπεδο να καταλάβεις από μόνος σου ποια είναι η αλήθεια και η πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς δηλαδή που έκανε και ο ίδιος ο Σωκράτης (σαν ιεροφάντης) στους μαθητές του. Όπως λέει και ο ίδιος, δεν δίδαξε ποτέ τίποτα και κανέναν, απλά μέσω των ερωτήσεων έβγαινε στην επιφάνεια η σύγχυση που επικρατούσε στον νου, οπότε έστελνε το μυαλό του μαθητή σε μια διαδικασία δύσκολη και επίπονη και δυαδική με στόχο την αποκάλυψη της αλήθειας. Αυτή η διαδικασία την παραλλήλιζε με τους πόνους της γέννας, και την αλήθεια που εμφανιζόταν ως τον νεογνό. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε Μαιευτική.

Ο Σωκράτης ξεκινάει την απολογία του λέγοντας ότι οι κατήγοροι του, είπαν τόσες αναλήθειες και τόσο πειστικά που λίγο ακόμα και θα έπειθαν και τον ίδιο για όλα αυτά. Οι κατήγοροι είχαν ήδη προτρέψει τους δικαστές να μην τον πιστέψουν διότι τάχα είναι δεινός ρήτορας, ο Σωκράτης όμως καταρρίπτει το επιχείρημα τους αυτό, με την απόδειξη ότι πρώτη φορά σε ηλικία εβδομήντα ετών παρουσιάζεται μπροστά σε δικαστήριο, οπότε είναι και εντελώς ξένος ως προς την γλώσσα που χρησιμοποιείται εκεί.

Στην συνέχεια ο Σωκράτης ενημερώνει τους δικαστές ότι υπάρχουν δύο ειδών κατήγοροι, οι πρόσφατοι Άνυτος, Μέλητος και Λύκωνας και οι παλαιότεροι. Μεταξύ αυτών οι χειρότεροι είναι οι παλαιότεροι διότι οι κατηγορίες που του προσάρτησαν έπεσαν σαν σπόροι σε εύφορο χώμα δηλαδή τα παιδιά της πόλης, που μεταξύ αυτών ήταν και οι δικαστές.
(σημείωση: Εδώ ο Σωκράτης τονίζει την σημαντικότητα του ότι όταν μάθουμε κάτι στραβό από παιδιά, που είμαστε εύπιστοι, δύσκολα αυτό ανατρέπεται. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μένουμε και πορευόμαστε με τις ψευδείς ιδέες. Γι αυτό η διδασκαλία του, στην ουσία δεν διδάσκει κάτι έτοιμο αλλά είναι χτίσιμο ορθής σκέψης για να βρούμε μόνοι μας τις αλήθειες. Αυτό αναφέρεται και στην “Πολιτεία” ).
Οι πρώτοι κατήγοροι, εκτός από τον ποιητή κωμωδιών (Αριστοφάνη), ήταν άνθρωποι του πλήθους και του όχλου οπότε δεν μπορεί να αναφέρει ο Σωκράτης κανένα συγκεκριμένο όνομα. Ο όχλος αυτός είχε πεισθεί από άλλους οι οποίοι με την σειρά τους έπειθαν άλλους και οι άλλοι άλλους, πράγμα πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθεί, αναγκάζοντας τον Σωκράτη να μάχεται με σκιές και να ρωτάει χωρίς να απαντάει κανείς. Έτσι λοιπόν πρέπει να απολογηθεί και να προσπαθήσει να ανατρέψει την ψεύτικη κακή ιδέα που έχουν οι δικαστές από την παιδική τους ηλικία μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.

“Το κατηγορητήριο λοιπόν λέει”, συνεχίζει ο Σωκράτης, “ότι αυτός ερευνά με περιττό ζήλο τα φαινόμενα που συμβαίνουν κάτω από την γη και στον ουρανό, τα άδικα τα κάνει να φαίνονται δίκαια και όλα αυτά τα διδάσκει στους άλλους. Αυτά λίγο πολύ τα είδαμε και στην κωμωδία του Αριστοφάνη “Νεφέλαι”, ότι τάχα κάποιο Σωκράτη να περιφέρεται και να ισχυρίζεται ότι περπατάει στον αέρα και να φλυαρεί αερολογώντας”. Ο Σωκράτης καλεί όλους τους παρευρισκόμενους να πουν αν ποτέ τον άκουσαν να λέει κάτι από τα παραπάνω, όπως και το αν ποτέ πήρε χρήματα για την διδασκαλία του, όπως κάνουν πολλοί άλλοι, όχι κακώς. Κανείς δεν επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο.

“Μα Σωκράτη εσύ με τι ασχολείσαι; πως γεννήθηκαν οι διαβολές εναντίον σου; γιατί αν δεν σε απασχολούσαν πράγματα που δεν απασχολούν άλλους δεν θα δημιουργούσες τόση φήμη” ήταν η ρητορική ερώτηση του Σωκράτη, που ο ίδιος απάντησε, ότι την φήμη την απέκτησε για την ανθρώπινη σοφία (δηλαδή το γνώθι σε αυτόν) που είχε και μόνο, και προειδοποιεί τους δικαστές να μην διαμαρτυρηθούν και να οχλαγωγήσουν αν τους φανεί υπερβολικό αυτό που πρόκειται να ακούσουν, διότι δεν είναι λόγια δικά του, αλλά του αξιόπιστου Χαιρεφώντα, ο οποίος ήταν μάρτυρας των θεών.
Ο Χαιρεφώντας λοιπόν κάποτε πήγε στους Δελφούς και τόλμησε να ρωτήσει το Μαντείο, αν υπάρχει κάποιος σοφότερος από τον Σωκράτη, και η Πυθία απάντησε ότι κανένας δεν είναι σοφότερος. Σαν μάρτυρα των γεγονότων είχε τον αδερφό του Χαιρεφώντα διότι ο ίδιος έχει πεθάνει.
Στην συνέχεια τους καλεί να προσέξουν τι θα πει για να καταλάβουν την αιτία των διαβολών εναντίον του.
Στην αρχή, όταν πρωτοάκουσε αυτά που του είπε ο Χαιρεφώντας αναρωτήθηκε τι ήθελε να πει ο θεός, διότι ο ίδιος ο Σωκράτης γνώριζε ότι του έλλειπαν πολλές ακόμα γνώσεις για να ονομαστεί σοφός. Εφόσον πάλι το είπε ο θεός δεν μπορεί να είναι ψέματα, οπότε έψαχνε να δει τι συνέβαινε. Σκέφτηκε λοιπόν να εξετάσει ανθρώπους σοφούς για να ελέγξει έτσι και το μαντείο, και να αποδειχθεί η αλήθεια όποια και αν ήταν αυτή.

Έτσι πήγε σε έναν σοφό πολιτικό, και εξέτασε σε βάθος τη λεγόμενη σοφία του, που τελικά ήταν φαινομενική. Αυτό του το απέδειξε με την γνωστή μέθοδο μέσω των ερωτήσεων, πράγμα που τον έκανε αντιπαθή και στον ίδιο τον πολιτικό και στην ομήγυρη του. Μετά πήγε σε άλλους και σε άλλους που λογιζόντουσαν ως σοφοί και όλους συνέβαινε το ίδιο, νομίζανε ότι ήταν σοφοί αλλά δεν ήταν κανείς τους. Κάθε φορά λοιπόν φεύγοντας από κάθε συζήτηση σκεφτόταν ότι όντως ήταν σοφότερος τους, διότι κανένας από τους δυο δεν γνώριζε τίποτε το σπουδαίο, απλά ο άλλος νόμιζε ότι γνωρίζει ενώ ο Σωκράτης γνώριζε ότι δεν γνωρίζει τίποτα.
Επίσης κάτι που επισημαίνει ο Σωκράτης ήταν ότι όλοι που συζήτησε, από πολιτικούς, ποιητές μέχρι χειροτέχνες, όλοι είχαν το ίδιο ελάττωμα, δηλαδή επειδή γνώριζαν την τέχνη τους καλά, νομίζανε ότι και σε όλα τα άλλα ήταν σοφοί.

Κάθε φορά που αποδείκνυε την άγνοια κάποιου, οι παρόντες νόμιζαν ότι ο Σωκράτης ήταν σοφός, επειδή ο συνομιλητής δεν γνώριζε, όμως μόνο ο θεός είναι πράγματι σοφός. Με τον χρησμό αυτόν έλεγε εν ολίγοις ότι η ανθρώπινη σοφία έχει μικρή αξία ίσως και καμία, και πιθανόν ο θεός να χρησιμοποιεί τον Σωκράτη σαν παράδειγμα ως εξής, ότι ένας άνθρωπος που δεν είναι σοφός και το ξέρει, συνάμα να είναι σοφότερος των άλλων που νομίζουν ότι είναι. Έτσι ο Σωκράτης βοηθούσε τον θεό με το να αποδεικνύει στον κόσμο ότι δεν είναι σοφοί. Όντας απασχολημένος με αυτό το θεϊκό έργο δεν ευκαίρησε ούτε για την πόλη να κάνει κάτι αξιόλογο (υλικά) ούτε για την οικογένεια του, με αποτέλεσμα να είναι φτωχός.
Οι πλούσιοι νέοι που είχαν χρόνο ελεύθερο, τον ακολουθούσαν με την θέληση τους, τους άρεσε να τον ακούνε να εξετάζει. Πολλές φορές λοιπόν έκαναν και εκείνοι το ίδιο σε άλλους (το αναφέρει και ο Αριστοφάνης στις “Νεφέλες” που ήταν μάλλον και η αιτία της συγγραφής της κωμωδίας), αυτοί οι άλλοι όμως εξοργίζονταν με τον Σωκράτη και όχι με εκείνους τους νέους που τους εξέταζαν. Αυτοί λοιπόν είπαν ότι υπάρχει κάποιος άθλιος Σωκράτης που διαφθείρει τους νέους, όμως αν τους ρωτήσει κανείς τι κάνει και τι διδάσκει για να πετύχει κάτι τέτοιο δεν απαντούν διότι δεν ξέρουν τίποτα, απλά περιορίζονται στο αόριστο “δεν πιστεύει στους θεούς” και στο ότι “κάνει τους το λάθος να φαίνεται με σωστό”.
Ο Σωκράτης λοιπόν αφού έδωσε εικόνα για την αιτία των πρώτων κατηγόρων συνεχίζει στην εξέταση των προσφάτων κατηγόρων ξεκινώντας από τον Μέλητο.
Ο Σωκράτης ξεκινάει επιθετικά λέγοντας ότι ένοχος είναι ο Μέλητος επειδή σέρνει σε δικαστήρια ανθρώπους προσποιούμενος ότι ενδιαφέρεται και φροντίζει για πράγματα που ποτέ δεν νοιάστηκε. Με τις ερωτήσεις του προτρέπει τον Μέλητο να επιδείξει ποιοι είναι αυτοί που ωφελούν τους νέους. Ο Μέλητος απαντάει ότι είναι οι όλοι οι δικαστές, οι ακροατές, οι βουλευτές, τα μέλη της εκκλησίας του δήμου, οι εκκλησιαστές κτλ. “Δηλαδή όλοι εκτός από εμένα έτσι;” ρωτάει ο Σωκράτης, “έτσι ακριβώς” απαντάει ο Μέλητος. Τότε ο Σωκράτης του λέει ότι “είναι δυνατόν στα άλογα οι πολλοί να τα εκπαιδεύουν και οι λίγοι δηλαδή οι ιπποκόμοι να τα διαφθείρουν; μάλλον το αντίθετο συμβαίνει...έτσι θα ήταν πολύ ευτυχισμένοι οι νέοι αν μόνο ένας υπήρχε να τους διαφθείρει και όλοι οι υπόλοιποι να τους ωφελούσαν.

“Για πες μας Μέλητε” συνεχίζει ο Σωκράτης, “οι κακοί δεν βλάπτουν όσοι είναι κοντά τους;” “ασφαλώς” απαντά ο Μέλητος, “εγώ που διαφθείρω τους νέους το κάνω με την θέληση μου ή όχι;” “με την θέληση σου” απαντά ο Μέλητος, “μα τι είναι αυτά που λες Μέλητε, λες να έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο αμάθειας που να αγνοώ ότι αν δημιουργήσω κακούς γύρω μου δεν θα κινδυνεύσω ο ίδιος;;; αν πάλι δεν το κάνω με την θέληση μου ο νόμος δεν ορίζει να με φέρεις στο δικαστήριο αλλά να με πάρεις ιδιαιτέρως και να με νουθετήσεις αλλά δεν έκανες κάτι τέτοιο οπότε δεν ενδιαφέρεσαι για νουθεσίες οπότε είναι φανερό αυτό που έλεγα πριν ότι προσποιείσαι ότι ενδιαφέρεσαι ενώ στην πραγματικότητα δεν νοιάζεσαι γι αυτά”.

Στην συνέχεια ο Σωκράτης περνάει στο σημείο της κατηγορίας περί των θεών. Καταρρίπτει την κατηγορία του άθεου εφόσον η ίδια η κατηγορία είναι ότι διδάσκει και φέρνει καινούριες θεότητες, οπότε δεν μπορεί να είναι άθεος. Ακολούθως δεν στέκει η κατηγορία ότι διδάσκει ότι η θεότητα του Ήλιου και της Σελήνης είναι πέτρα και γη διότι αυτά δεν είναι δικές του θεωρίες μα του Αναξαγόρα του οποίου βιβλία υπάρχουν στην ορχήστρα του θεάτρου με μια δραχμή. Και ενώ ο Μέλητος επιμένει στην κατηγορία ότι δεν πιστεύει σε θεούς, ο Σωκράτης απαντά ότι είναι δυνατόν να κατηγορείται για αθεΐα την στιγμή που εισάγει νέους θεούς; αναρωτιέται αν είναι δυνατόν κάποιος να πιστεύει ότι υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άνθρωποι; είναι δυνατόν να πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει ιππασία αλλά δεν υπάρχουν άλογα; ή ότι δεν υπάρχουν αυλήτες αλλά υπάρχει η αυλητική τέχνη; είναι κανείς που να πιστεύει στην δύναμη των δαιμόνων και να μην πιστεύει στην ύπαρξη των δαιμόνων; “‘δεν θα ήταν δυνατόν αυτό” απαντά ο Μέλητος, “Τους δαίμονες δεν τους θεωρούμε είτε θεούς είτε παιδιά θεών;” “ναι” απαντά ο Μέλητος “Αν πιστεύω λοιπόν στους δαίμονες σύμφωνα (με το κατηγορητήριο) και οι δαίμονες είναι είτε θεοί είτε παιδιά θεών γιατί λες ότι δεν πιστεύω στους θεούς και ταυτόχρονα να πιστεύω;” και απευθύνεται στους δικαστές λέγοντας τους ότι δεν χρειάζεται περισσότερα επιχειρήματα για να αποδείξει ότι δεν ευσταθεί η κατηγορία αυτή.

“Θα μπορούσε όμως κάποιος να πει” συνεχίζει ο Σωκράτης, “Δεν ντρέπεσαι Σωκράτη να έχεις κάνει τέτοια πράγματα ώστε να κινδυνεύεις να πεθάνεις;” κι εγώ τότε θα του απαντούσα “Κάνεις λάθος άνθρωπε αν νομίζεις πως ένας άνδρας θέλει να ωφελήσει έστω και λίγο τους άλλους πρέπει να σκέπτεται τον κίνδυνο του αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Το μόνο που πρέπει να σκέπτεται είναι αν ενεργεί δίκαια ή άδικα, διότι το να φοβάται κανείς τον θάνατο δεν είναι τίποτα παραπάνω από το να νομίζει κανείς ότι είναι σοφός ενώ δεν είναι, να νομίζει ότι γνωρίζει ενώ δεν γνωρίζει, γιατί κανείς δεν γνωρίζει τον θάνατο, ούτε αν είναι μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο, κι όμως τον φοβούνται σαν να ξέρουν καλά ότι είναι το μεγαλύτερο κακό.”
Ο Άνυτος υποστήριξε μπρος στους δικαστές (εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς) ότι είτε από την αρχή δεν θα έπρεπε καθόλου να δικαστεί ο Σωκράτης είτε αφού ξεκίνησε η δίκη δεν γίνεται να μην καταδικαστεί εις θάνατον, διότι αν δεν καταδικάσουν τον Σωκράτη αυτός μετά θα καταστρέψει τα παιδιά τους και τους ίδιους με τις φιλοσοφίες του. ¨Αν με αφήνατε δικαστές ελεύθερο με τον όρο να μην περνάω τον χρόνο μου εξετάζοντας έτσι τους ανθρώπους και φιλοσοφώντας, κι ότι αν το κάνω και πιαστώ θα πεθάνω, σας ενημερώνω ότι σας αγαπώ σας εκτιμώ αλλά θα υπακούσω τον θεό και όχι εσάς, και όσο ζω και όσο αναπνέω και μπορώ δεν θα πάψω να φιλοσοφώ και να συμβουλεύω και να νουθετώ οποιονδήποτε τυχαίνει και συναντώ στην Αγορά* λέγοντας του ότι είναι πολίτης της πιο μεγάλης και φημισμένης για την σοφία της και δύναμη της πόλη, και ότι θα έπρεπε να ντρέπεται αν το μόνο που έκανε είναι να φροντίζει για τα χρήματα και το πως θα αποκτήσει περισσότερα και για την δόξα και για τις τιμές και να μην ενδιαφέρεται για την φρόνηση την αλήθεια και την ίδια του την ψυχή. Κι αν κάποιος αμφισβητούσε τα λεγόμενα μου θα του έκανα ερωτήσεις και αν φαινόταν ότι δεν κατέχει την αρετή παρόλο που αυτό ισχυριζόταν θα τον επιπλήττα που νοιάζεται τόσο πολύ για ασήμαντα και δεν νοιάζεται για τα σημαντικά.”
(* αγορά εκ του ρήματος αγύρω, δηλαδή συναθροίζω, εξού και το ομήγυρις ή πανήγυρις δηλαδή τόπος που συναθροίζονταν για συζήτηση ή για άθληση οι Αθηναίοι. Δεν έχει καμία σχέση με την έννοια που ξέρουμε εμείς σήμερα με αγοροπωλησίες αντικειμένων)

“Αυτό θα κάνω” συνεχίζει ο Σωκράτης, είτε συναντήσω κάποιον ξένο* "είτε συμπολίτη μας, και κυρίως σε αυτούς που είναι και πιο δικοί μου, γιατί αυτά με προστάζει ο θεός, καταλάβετέ το καλά. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερο αγαθό για την πόλη μας από αυτήν μου την υπηρεσία στον θεό. Περιφέρομαι μην κάνοντας κάτι διαφορετικό από το να πείθω (πείθω=αποδεικνύω με την λογική) ηλικιωμένους και νεότερους να ενδιαφέρονται πάνω από όλα για την ψυχή τους το πως θα γίνει καλύτερη, λέγοντας τους ότι η αρετή δεν γίνεται μέσω χρημάτων αλλά τα χρήματα και όλα τα αγαθά, ιδιωτικά και δημόσια, από την αρετή.
Αυτά δεν θα τα αλλάξω έστω και αν είναι να πεθάνω πολλές φορές. Να ξέρετε όμως ότι αν με θανατώσετε δεν θα με βλάψετε τόσο όσο θα βλάψετε τους εαυτούς σας. Άλλον σαν και εμένα δεν θα βρείτε που τον έχει ορίσει ο θεός να βρίσκεται κοντά στην πόλη η οποία λόγω μεγέθους μοιάζει με μεγάλο άλογο καλής ράτσας αλλά νωθρό, και γω σαν αλογόμυγα να τριγυρνάω όλη μέρα και να σας ξυπνώ, αλλιώς θα περάσετε ολόκληρη της ζωή σας σαν κοιμώμενοι αν δεν σας στείλει ο θεός κάποιον άλλον (μα κι αν σας στείλει το ίδιο θα ξανακάνετε).”

(*Ξένος στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο Έλληνας από άλλη πόλη, οι αλλοδαποί ονομάζονταν βάρβαροι διότι η ηχητική της ομιλία τους έμοιαζε με ‘βαρ βαρ βαρ”).

“Το ότι είμαι εκείνος που όρισε ο θεός φαίνεται από το ότι έχω παραμελήσει τις υποθέσεις μου και τους δικούς μου, για να φροντίσω για το σύνολο, σαν να ήμουν πατέρας ή αδερφός σας, αν βέβαια είχα κάποιο υλικό όφελος κάποια αμοιβή θα είχα κάποιο λόγο να με κατηγορήσουν ότι λέω ψέματα, αλλά δεν ζήτησα ποτέ καμία αμοιβή από κανέναν, και ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας είναι η φτώχεια μου.”

Στην συνέχεια ο Σωκράτης κάνει λόγο για το γνωστό “Σωκρατικό Δαιμόνιο” (στο οποίο στάθηκε ο Πλούταρχος με το βιβλίο του “Περί Σωκράτους Δαιμόνιον” ) εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο δεν ασχολήθηκε ποτέ με την πολιτική.
“Ίσως σας φαίνεται παράξενο που ενώ τριγυρνάω ανάμεσα σας και σας συμβουλεύω, ποτέ δεν ανέβηκα στο βήμα μιλώντας στο πλήθος να συμβουλέψω την πόλη. Αιτία αυτού είναι εκείνο που πολλές φορές σε πολλά μέρη με έχετε ακούσει να λέω, ότι δηλ μέσα μου κάτι θεϊκό και δαιμόνιο, μια φωνή. Αυτή η φωνή υπάρχει από τότε που ήμουν παιδί, που πάντα την ακούω η οποία με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω αλλά ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτα. Αυτή λοιπόν με αποτρέπει να ασχοληθώ με την πολιτική, και ξέρετε καλά ότι αν είχα ασχοληθεί με την πολιτική από καιρό θα είχα αφανισθεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει ούτε και τον εαυτό μου.”
Στα παρακάτω λόγια θα δοκιμάσουμε μια έκπληξη, ο Σωκράτης θέτει σε διαφορετική αλλά και ανώτερη βάση την φιλοσοφία λέγοντας ότι δεν υπήρξε ποτέ δάσκαλος κανενός. Όταν έλεγε κάτι, όποιος επιθυμούσε νέος ή γέρος τον άκουγε, δεν αρνήθηκε ποτέ σε κανέναν την συζήτηση και δεν ήταν σαν τους άλλους που μιλούσανε μόνο όταν έπαιρναν χρήματα, και όταν δεν έπαιρναν δεν έβγαζαν λέξη. Είχε ίδια συμπεριφορά και στους φτωχούς και στους πλούσιους, απαντούσε σε όλους χωρίς να κάνει καμία διάκριση, όμως είτε αυτοί γινόντουσαν δίκαιοι είτε όχι, ο Σωκράτης δεν έφερε καμία ευθύνη, διότι δεν είχε υποσχεθεί σε κανέναν τίποτα, διότι δεν δίδαξε ποτέ κανένα μάθημα σε οποιονδήποτε. Πάντα μιλούσε σε παρέες και ποτέ ιδιαιτέρως και αν κάποιοι ευχαριστιόνταν να τον ακούνε ήταν λόγω ότι τους άρεσε να τον ακούνε να εξετάζει εκείνους που νομίζανε ότι ήταν σοφοί ενώ δεν ήταν. Ήταν κάτι που έκανε επειδή τον είχε ορίσει ο θεός γι αυτό. Η διδασκαλία του Σωκράτη διέφερε από τις άλλες διδασκαλίες. Την μεν διδασκαλία του Σωκράτη μπορούμε να την ονομάσουμε ως διδασκαλία προσέγγισης του ορθού και της αλήθειας και της πραγματικότητας δηλ του ίδιου του δημιουργού, ενώ οι διδασκαλίες όπως αυτές που έχουμε σήμερα θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε διδασκαλίες της διαβολής, και θα εξηγήσουμε ευθύς αμέσως το γιατί. Ο μεν Σωκράτης δεν διδάσκει τίποτα, αλλά μεσώ των λογικών ερωτήσεων βοηθά τον μαθητή να σκεφτεί και να προσεγγίσει μονός του την πραγματικότητα, εν αντιθέσει με την διδασκαλία την σημερινή όπου ο μαθητής μαθαίνει έτοιμη γνώση από τον δάσκαλο, άρα δεν αυτενεργεί αλλά οικειοποιείται ξένες ιδέες άρα και ξένες προσωπικότητες πράγμα πολύ επικίνδυνο. 
Ο Σωκράτης επανέρχεται στο να χτυπήσει τον εγωισμό των δικαστών ακόμα μια φορά, λέγοντας ότι ενδέχεται να αγανακτήσουν με αυτόν επειδή δεν παρακαλάει όπως συνηθίζουν κάποιοι στα δικαστήρια ακόμα και σε πολύ ελαφρύτερες και λιγότερο σημασίας δίκες. Αλλά δεν παρακαλάει όχι από υπεροψία, αλλά δεν νομίζει ότι θα ήταν πρέπον να κλαίει και να οδύρεται και να φέρνει τα παιδιά του για να επηρεάσει, το θεωρεί ντροπή ακόμα και για την πόλη κάτι τέτοιο διότι θα έκανε έναν ξένο να νομίσει ότι όσοι Αθηναίοι διακρίνονται για την αρετή τους και εκλέγονται από τους συμπολίτες για αξιώματα και τιμητικές διακρίσεις σε τίποτα δεν διαφέρουν από τις γυναίκες, πράγμα που δεν αρμόζει στην Αθήνα. Άλλωστε ο Δικαστής βρίσκεται στην θέση αυτή για να απονέμει δικαιοσύνη και να κρίνει αντικειμενικά μια κατάσταση και όχι στο να πείθεται στα παρακάλια, αφού έχει ορκιστεί σε αυτό στους θεούς. "Αν σας έπειθα με παρακάλια θα ήταν σαν να σας δίδασκα να μην πιστεύετε στο ότι υπάρχουν θεοί, και ταυτόχρονα θα ήταν σαν να κατηγορούσα τον εαυτό μου ότι δεν πιστεύω στους θεούς." είπε ο Σωκράτης

Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος της απολογίας, το δικαστήριο αποφασίζει ότι είναι ένοχος με τριάντα ψήφους διαφορά, οπότε θα πρέπει να περάσει σε δευτερολογία για να επιχειρηματολογήσει επάνω στο φλέγον ζήτημα της ποινής που θα του επιβληθεί.

Παρατηρεί ο Σωκράτης ότι η διαφορά των ψήφων κατά και υπέρ είναι μικρή, και ότι η κατηγορία του Μέλητου έχει καταρριφθεί, αλλά αν δεν τον είχαν κατηγορήσει ο οικονομικά και πολιτικά ισχυρός Άνυτος και ο Λύκων, ο Μέλητος θα πλήρωνε και χίλιες δραχμές πρόστιμο διότι οι ψήφοι δεν θα ξεπερνούσαν το ένα πέμπτο.

Ο Σωκράτης όμως έχει το δικαίωμα να προτείνει την ποινή που θα του επιβληθεί, έτσι ξεκινάει την σκέψη του, με ρητορικές ερωτήσεις όπως, τι του αξίζει να του επιβληθεί επειδή έκρινε ότι καλύτερο ήταν να παραμελήσει όλα εκείνα που φροντίζουν οι άνθρωποι, όπως οικονομικά συμφέροντα, στρατηγίες, δημόσιες αγορεύσεις, αξιώματα κτλ δηλαδή τον υλικό κόσμο, επειδή αν ασχολούνταν με όλα αυτά δεν θα ωφελούσε τους συμπολίτες του (ούτε και τον εαυτό του) ωθώντας τους στο να γίνουν συνετότεροι και καλύτεροι (με σκοπό την προσέγγιση του θείου στο επέκεινα, όπως μας φανερώνει στο έργο “ΦΑΙΔΩΝ” ή περί ψυχής) και για το καλό του συνόλου και της πόλης και στην εδώ ζωή; Τι του αξίζει λοιπόν για όλα αυτά; τίποτε άλλο από την δωρεάν σίτιση από το Πρυτανείο, και μάλιστα είπε ότι σε αυτόν αρμόζει πιο πολύ παρά σε κάποιον που νίκησε στους Ολυμπιακούς αγώνες, διότι ένας ο ολυμπιονίκης τους έκανε να φαίνονται ευτυχής ενώ ο Σωκράτης του έκανε ευτυχής.
Η δωρεάν σίτιση του Πρυτανείου ήταν μια τεράστια διάκριση για άνδρες που τίμησαν την Αθήνα. Ο Σωκράτης γνωρίζει πολύ καλά ότι προκαλεί αρνητικά το θολό μυαλό των δικαστών αλλά είναι μια πραγματικότητα που έπρεπε να ακουστεί ασχέτως αν οι άνθρωποι ήταν σε νοητικό επίπεδο να το αντιληφθούν ή όχι.
Ο Σωκράτης άλλωστε δεν απευθύνεται στους ανθρώπους αλλά στον ίδιο τον θεό αποδεικνύοντας την πίστη στην ύπαρξη του με τα λόγια αυτά. Ουσιαστικά του είπε ότι γνώριζε ότι αυτός ήταν ο σκοπός της ζωής του, το να προετοιμάσει δηλαδή τους ανθρώπους προς την άνοδο, αυτό έπραξε, και γνωρίζει ότι κλείνει ο κύκλος του εδώ διότι το έργο του τελειώθηκε.
“όντας βέβαιος ότι δεν έχω αδικήσει κανέναν, δεν πρόκειται φυσικά να αδικήσω τον εαυτό μου” συνεχίζει ο Σωκράτης, “δεν θα προτείνω λοιπόν κάτι κακό, τι να φοβηθώ; μήπως αυτό που προτείνει ο Μέλητος; (τον θάνατο) αφού δεν ξέρουμε καλά καλά αν είναι κακό ή καλό, τι να προτείνω; να μείνω φυλακή; τι θα με ωφελούσε το να είμαι δούλος; εξορία; θα ήμουν ασυλλόγιστος αν δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι εσείς που είστε συμπολίτες μου δεν μπορέσατε να με υποφέρετε θα μπορέσουν οι ξένοι. Και θα μπορούσε να μου πει κανείς ότι θα μπορούσα να φύγω από την Αθήνα και να πάω κάπου και να σωπάσω, αλλά δεν είναι δυνατόν αυτό διότι θα ήταν σαν να παράκουα τον θεό, άλλωστε Η ζωή δεν έχει κανένα νόημα αν δεν μιλάμε για την αρετή.”

“Αν πάλι είχα χρήματα θα πρότεινα να δώσω ένα ποσό που θα μπορούσα να το δώσω, αλλά δεν έχω. Αν πάλι θέλετε να μου ορίσετε ένα ποσό που θα μπορούσα να το πληρώσω θα μπορούσα να σας δώσω μια ασημένια Μνα.
Ο Πλάτων, ο Κρίτων, ο Απολλόδωρος με προτρέπουν να προτείνω τριάντα Μνες και θα εγγυηθούν αυτοί που είναι εύποροι και από καλή γενιά, προτείνω αυτό το ποσό."

Οι δικαστές όμως τον καταδίκασαν εις θάνατον και ο Σωκράτης κάνει τον επίλογο του.

¨Επειδή δεν κάνατε υπομονή λίγο καιρό ακόμα, θα φορτωθείτε το κακό όνομα και την μομφή εκείνων που θέλουν να κατηγορήσουν την Αθήνα πως θανάτωσε τον Σωκράτη, έναν σοφό άνδρα. Σοφό θα με πουν ακόμα και αν δεν είμαι αυτοί που θέλουν να σας κακολογήσουν. Αν περιμένατε λίγο καιρό θα συνέβαινε αυτό εκ φύσεως λόγω ηλικίας. Δεν απευθύνομαι σε όλους αλλά σε αυτούς που με καταδίκασαν. Σε αυτούς λοιπόν θέλω να πω τα εξής: νομίζετε ότι καταδικάστηκα διότι δεν μπόρεσα να πω λόγια που χρειάζονταν για να σας πείσω, δεν ισχύει κάτι τέτοιο...καταδικάστηκα διότι δεν έκανα αυτό που θα θέλατε, δηλαδή να με δείτε να κλαίω και να οδύρομαι. Προτιμώ να πεθάνω έχοντας απολογηθεί έτσι παρά να ζω αλλιώς, γιατί και στις μάχες είναι φανερό ότι μπορεί κανείς να αποφύγει τον θάνατο εγκαταλείποντας τα όπλα του και ικετεύοντας τον εχθρό. Δεν είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς τον θάνατο, είναι όμως δυσκολότερο να αποφύγει το κακό, διότι το κακό τρέχει γρηγορότερα από τον θάνατο. Εμένα ως γέροντα με έχει προφτάσει το πιο αργό από τα δύο, τους κατήγορους μου όμως που είναι γρήγοροι τους πρόφτασε το χειρότερο...η κακία.
Θα δώσω ένα χρησμό σε αυτούς που με καταψηφίσανε, μετά τον θάνατο μου θα τιμωρηθείτε πολύ χειρότερα, από όσο με τιμωρείτε σκοτώνοντας με. Αν νομίζετε ότι σκοτώνοντας θα γλιτώνετε από τις επικρίσεις του τρόπου ζωής σας πέφτετε έξω.”

Μετά ο Σωκράτης απευθύνεται σε αυτούς που έριξαν αθωωτική βουλή φανερώνοντας τους ότι η συνηθισμένη μαντική ικανότητα του δαιμονίου που του εμφανιζόταν πολύ συχνά, και που ακόμα για απλά πράγματα τον εμπόδιζε αν ήταν να πράξει κάτι που δεν ήταν σωστό, αυτή την φορά δεν τον εμπόδισε να μην πει αυτά που είπε στο δικαστήριο. Όπως λοιπόν φαίνεται ήταν γι αυτόν καλό.
Τέλος τους παροτρύνει να πιστέψουν ότι η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει για τον καλόν άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθαίνει, και ότι δεν αμελούν οι θεοί να φροντίζουν για τις υποθέσεις τους.


Ο Σωκράτης κλείνει την απολογία του με τα εξής λόγια:

“Αλλά τώρα είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε...
Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον θεό


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου